Monday, June 19, 2006

Δρόμοι



Χαζεύω τον ατελείωτα μονότονο πεζόδρομο απ'το μπαλκόνι μου... τέτοια ώρα, απόλυτη σχεδόν ηρεμία, καθησυχαστική... μια παρέα αγοριών περνάει φωνάζοντας και γελώντας δυνατά... ροκοκατάσταση η μπλούζα και το μαλλί του ενός, απροσδιόριστη των άλλων (Θυμάσαι, κάποτε ήσουν έτσι κι εσύ, πλάκα δεν είχε; Πόσο διαφορετικός είσαι τώρα; Πόσο και πόσο πονάει;)... δυο κορίτσια με κυριλέ ντύσιμο περνάνε δίπλα τους... "Θα με κεράσεις ένα ποτό;" η ατάκα του πρώτου αγοριού.. καμιά σημασία απ'τα κορίτσια... "Θα με κεράσεις ένα γαμήσι;" η ατάκα του δεύτερου... και πάλι καμιά σημασία... (Τις χαζεύω να απομακρύνονται σίγουρος πως λίγα μέτρα πιο κάτω θα χαζογελάσουν κολακευμένες)... μουτζώνουν τον πρώτο που είπε τη φλώρικη ατάκα... "Ε και τι να έλεγα ρε μαλάκες;" σχεδόν απολογείται...(Θυμάσαι, κάποτε ήσουν κάπως έτσι κι εσύ, πλάκα δεν είχε; Πόσο διαφορετικός είσαι τώρα; Πόσο και πόσο πονάει;)... προτού οι φωνές τους σβήσουν στο βάθος έρχεται μια δεύτερη παρέα, γυναίκες αυτή τη φορά... λίγο σοβαρές αλλά και λίγο λάιτ, στα πρότυπα της εποχής (Κι εσύ ρε μαλάκα τι είσαι, απ'έξω;)... η μία κρατάει τηλεοπτικό ένθετο εφημερίδας... σταματούν κάτω απ'το καινούριο κτίριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης... αρχίζουν εικασίες για το τι μπορεί να έχει μεταφερθεί εκεί μέσα... μιλάνε για λίγα λεπτά, καταλαβαίνουν ότι καμιά τους δεν έχει ιδέα, το γυρνάνε στην πλάκα κι απομακρύνονται κι αυτές, ενόσω η μία μαζεύει το έντυπο που της έπεσε στο πλακόστρωτο... (Θα σας πω εγώ τι έχει σίγουρα: μια μεγάλη τηλεόραση με νόβα στο γραφείο του τελευταίου ορόφου που παίζει συνέχεια τσόντες)... διάλειμμα για μπύρα... αναρωτιέμαι πως σκατά γίνεται να είναι οι άνθρωποι τόσο όμορφοι μέσα στην απερίγραπτη ασκήμια τους (μου)...παύση μεγάλη στον πεζόδρομο....μόνο μια γάτα κυνηγάει κάτι που μάλλον είναι κατσαρίδα, αλλά αυτή δεν ακούγεται έτσι κι αλλιώς... παράξενα ζώα οι γάτες (παράξενα ζώα και τα μπαλόνια)...πολλή ησυχία... σχεδόν τρομακτική για το κέντρο της πόλης... επιτέλους μηχανάκι... δυο κορίτσια πάνω, αλαφροντυμένα, σα να γύρισαν μόλις απ'την παραλία... (Μπορεί και να γύρισαν, ζηλεύω μες τη μυθοποιημένη κλεισούρα μου)... ξαφνικά θόρυβος πολύς, άσκημος... μια παρέα πιτσιρικάδων έχει κάτσει σ'ένα παγκάκι και ακούει σκυλολαϊκά απ'το ηχείο του κινητού (Θυμάσαι, κάποτε δε θα χαλιόσουν κι εσύ, πλάκα δεν είχε; Πόσο διαφορετικός είσαι τώρα; Πόσο και πόσο πονάει;)... είναι και κοπέλες αλλά αυτές δε φαίνονται... κάποιες στιγμές γελάνε όλοι δυνατά σκεπάζοντας με ομορφιά τον απαίσιο ήχο... ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αρχίζουν να τσακώνονται (φοβάμαι)... για το που γυρίστηκε ένα βιντεοκλιπ ή κάτι τέτοιο... ατελείωτος μου φαίνεται ο καβγάς, ατελείωτα και τα εγώ τους (Θυμάσαι, κάποτε ήσουνα κι εσύ κάπως έτσι, πλάκα δεν είχε; Πόσο διαφορετικός είσαι τώρα; Πόσο και πόσο πονάει;)... το αγόρι μιλάει κάπως ανάλαφρα... (στο σχολείο μπορεί και να τον κράζαμε, πόσο αρχίδια ήμασταν, πόσο παιδιά ήμασταν)... σταματάνε... κάτι ψάχνουν στα κινητά τους... σιωπή, κανείς δε μιλάει (μου'ρχεται να φωνάξω)... ξαναρχίζουν, αλλά οι φωνές τους είναι διαφορετικές... γλυκές, γεμάτες αμήχανη, ανομολόγητη αγάπη... θυμάσαι; Κάποτε ήμασταν κάπως έτσι κι εμείς. Τώρα απλώς πονάει.