Thursday, October 19, 2006

ΙΙ



Στο είπα και στο ξαναείπα... η αγάπη δε ζητάει ανταπόδωση. Και κοίτα, ή μάλλον μύρισε, που πάλι βρωμάω ΕΓΩ. Άσκημη μυρωδιά αλλά τόσο, μα τόσο εθιστική. Σ'αυτή μεγαλώνουμε, σ'αυτή πεθαίνουμε. Αλυσίδες και ασφάλεια παράλληλα, νίκες που ποτέ δεν είναι δικές μας, περιστροφές και κόντρα περιστροφές για να κερδίσουμε το εφήμερο, κι ας είναι το συνεχές μπροστά στη μούρη μας και τη χαρακώνει ασταμάτητα με την ανάσα του. Δε σε διαβάζω πια. Βαρέθηκα τα λόγια, κι ας μην πάνε για μένα. Βαρέθηκα τις βιτρίνες, κι ας βλέπω πια μέσα απ'αυτές. Βαρέθηκα τα ψέμματα, αληθινά ή όχι, κι ας μη με αγγίζουν πια. Αλλά ακόμα σ'αγαπώ. Χωρίς ανταπόδωση, χωρίς λύπη, χωρίς τύψεις. Σκέφτομαι πώς θα φερόμουν στη θέση σου και πάλι ΕΓΩ βρωμάω, που μπορώ τάχα μου να σε καταλάβω, σα να είσαι κτήμα δικό μου και χωράφι που αλωνίζω ελεύθερα, ένα μπαλόνι, ένα φάντασμα. Μεγάλο το χωράφι, πολύς κόσμος μέσα, πάντα όμως κοίταγα τον ουρανό, ζητούσα να πετάξω κι ας το είχατε τόσο καλά περιφράξει. Πάντα με έκρυβες καλά, πάντα κρυβόσουνα κι εσύ ακόμα καλύτερα. Κούρνιαζα κι απλά περίμενα να βρέξει. Η βροχή παρέμεινε ψιχάλες. Στο είχα πει απ'την αρχή μάτια μου, τα φτερά που σου βρήκα ήταν κέρινα, φάντασμα ήμουνα, και δε μπόρεσα να φτιάξω καλύτερα. Αν επιτέλους ζήλεψαν κι άρχισαν να φυτρώνουν τα δικά σου, ελπίζω να αντέξουν να σε πάνε πολύ μακριά, μέχρι τα παραμύθια. Κι αν με θυμηθείς τότε, στείλε κι ένα κατα 'δω, ναι;