Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μία μικρή χώρα η οποία προσπαθούσε, σχεδόν μάταια, να φαίνεται μίζερη και δυστυχισμένη. Η αλήθεια ήταν πώς είχε όλα τα καλά του κόσμου - φρόντιζαν γι'αυτό οι εκατοντάδες μικροί Θεοί, που ποιός ξέρει ποιόν παράδεισο είχαν εγκαταλείψει για να έρθουν να ζήσουν κοντά στους ταπεινούς ανθρώπους. Τσακωνόντουσαν καμιά φορά οι άνθρωποι για τους Θεούς τους αυτούς, μικρή χώρα βλέπετε και ένιωθαν σαν να μην υπήρχε χώρος για όλους.
Ο κύριος Λ.Μ. ήταν συνήθως ευχαριστημένος. Είχε βλέπετε βρει έναν ωραιότατο Θεο, όχι από εκείνους τους καταπιεστικούς, αλλά έναν που του προσέφερε αφειδώς δια μέσου των συμβόλών και των συμβουλών του όλα τα συναισθήματα που χρειαζόταν και κάτι παραπάνω. Του έλεγε ο Θεός πότε να κλάψει, πότε να γελάσει, πότε να επαναστατήσει και πότε να συμβιβαστεί. Και μια-δυο φορές το χρόνο, όταν έκανε περιοδεία για τους οπαδούς του, μαζεύονταν όλοι, και ευτυχισμένοι τον ζητωκραύγαζαν, δέκα μέτρα ψηλός και πανέμορφος ήταν, σκεφτόταν κάθε φορά ο Λ.Μ., ευτυχισμένος που η ανταπόκριση ήταν τόση πολλή.
Ωστόσο ο Λ.Μ. είχε μάθει από μικρό παιδί να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά. Έτσι, δεν απέρριπτε δογματικά τους άλλους Θεούς, αντίθετα είχε βρει και κάποιους που του φαίνονταν συμπαθητικοί. Και μία αποφράδα μέρα, ενώ ο Θεός του είχε την ετήσια συγκέντρωσή του, άγνωστο κινούμενος από ποιά δύναμη και γιατί, ίσως εξαιτίας εκείνης της όμορφης κοπέλας με τα γαλανά μάτια, ο Λ.Μ. κίνησε για να πάει στη συγκέντρωση ενός άλλου μικρού Θεού. Πέρασε υπέροχα! Ίσως επειδή ο Θεός δεν ήταν δικός του, ένιωσε ελεύθερος όσο ποτέ άλλοτε. Μπορούσε να τον κριτικάρει, να του φωνάξει και εν τέλει να τον απολαύσει πραγματικά. Ένιωθε ότι τούτος ο Θεός δεν του έλεγε τι να κάνει - μπορούσε να σκέφτεται, να αισθάνεται ο,τιδήποτε ήθελε. Και, αγκαλιά με την κοπέλα με τα γαλανά μάτια, να νιώσει οπαδός του όσο κι οι άλλοι, που τον ακολουθούσαν ποιός ξέρει πόσα χρόνια.
Τραγική ειρωνεία όμως! Ο φίλος μας ο Λ.Μ., ολίγον ερωτευμένος και μεθυσμένος όπως ήταν, φεύγοντας αποφάσισε να περάσει και απ'τη γιορτή του καλού του Θεού - το είχε βλέπετε λίγο τύψεις. Φτάνοντας εκεί, ένιωσε σα να του είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Ο Θεός του δεν μπορούσε πια να του πει τι να κάνει. Κι όταν καταπίεζε τον εαυτό του για να τον ακούσει, ένιωθε σα φυλακισμένος. Βαρετή και προβλέψιμη του φαινόταν η συγκέντρωση, και όσο κι αν έψαξε δε μπόρεσε να βρεί καμιά όμορφη κοπέλα με γαλανά μάτια για να αγκαλιάσει. Φώναξε απελπισμένα "Θέε μου σε πρόδωσα!!!!", και παρατήρησε δύο πράγματα:
Πρώτον, ο θεός του είχε πια φτάσει στο ίδιο ύψος μ'αυτόν.
Δεύτερον, ο πραγματικός Θεός του ήταν πάντοτε η ανάγκη του να γίνεται μάζα.